Operabase Home

Korábbi gyártási vélemények

3
Otello, Verdi
D: Robert Wilson
C: Stathis Soulis
«Οθέλλος» του Τζουζέπε Βέρντι στην Εθνική Λυρική Σκηνή: Εντυπώσεις από την παράσταση του Ρόμπερτ Γουίλσον.

Ναι, είναι ένας διαφορετικός «Οθέλλος». Όμως χωρίς φορτωμένα σκηνικά και καταιγιστική σκηνική δράση να τραβούν το βλέμμα, τα πάντα συμπυκνώνονται στη μουσική. Ο Γουίλσον με το στατικό, φορμαλιστικό πλαίσιο που δημιουργεί σε «αναγκάζει» να την ακούσεις, να κατανοήσεις μέσα από αυτήν, τις σκέψεις, τις πράξεις, το βάθος των συναισθημάτων των ηρώων της τραγωδίας. Και το αποτέλεσμα κατά τη γνώμη μου είναι απλά μαγευτικό. Η σπουδαία αυτή παραγωγή ευτύχησε να έχει τρεις εξαιρετικούς σολίστ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, στους οποίους, η απουσία σκηνικής δράσης έδωσε την ευκαιρία να αναδείξουν καλύτερα από ποτέ, το μέγεθος της φωνής τους. Ο Λετονός Αλεξάντρς Αντονένκο, ένας από τους κορυφαίους Οθέλλους της δεκαετίας παρά τα φωνητικά προβλήματα που αντιμετωπίζει τελευταία, επιβλήθηκε τόσο με τη σκηνική παρουσία του όσο και με την ερμηνεία του. Μεστή, γεμάτη δύναμη και λαμπερά ηχοχρώματα, με στεντόρειες κορυφώσεις αλλά και λυρισμό, η φωνή του παρά τις μικρές αστάθειες, σκιαγράφησε ιδανικά τον παρορμητικό χαρακτήρα του Οθέλλου και τις μεταπτώσεις του. Πραγματικά εντυπωσίασε. Ο ρόλος της νεαρής, αθώας Δυσδαιμόνας απαιτεί μια ώριμη λυρική σοπράνο, αλλά με αγγελική φωνή, ικανή να μεταπηδά από τις δυνατές υψηλές νότες στις απαλές, γεμάτες χάρη μουσικές φράσεις. Γι’ αυτό και ταίριαξε γάντι στην κρυστάλλινη φωνή της Τσέλια Κοστέα. Η ερμηνεία της είχε μια απίστευτη τρυφερότητα σε όλη τη διάρκεια της όπερας, τραγουδώντας όμως το «Ave Maria» της τελευταίας πράξης και το μελαγχολικό «Τραγούδι της Ιτιάς»-από τα διαμάντια του λυρικού ρεπερτορίου- σκόρπισε βαθιά συγκίνηση σε όλους μας. Ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος με τον όγκο, το σκοτεινό ηχόχρωμα και την εκφραστικότητα της φωνής του έπλασε έναν ραδιούργο, Ιάγο, διαβολικό μέχρις εσχάτων και μας χάρισε μερικές από τις πιο συναρπαστικές στιγμές της παράστασης με κορυφαία, την ερμηνεία του στο περίφημο «Credo in un Dio crudel». Δεν είναι τυχαίο ότι απέσπασε το πιο δυνατό χειροκρότημα. Αλλά και στους δεύτερους ρόλους, απολαύσαμε εξίσου άρτιες ερμηνείες. Ακολουθώντας πιστά τις σκηνοθετικές οδηγίες του Ρόμπερτ Γουίλσον ο Δημήτρης Πακσόγλου έπλασε έναν ευκολόπιστο Κάσσιο, ο Γιάννης Καλύβας έναν δειλό Ροδερίκο, η Βιολέτα Λούστα μια πιστή Αιμιλία και ο Πέτρος Μαγουλάς έναν ευγενή Λουδοβίκο και συνέβαλαν καθοριστικά στην εξέλιξη του σεξπηρικού δράματος. Όπως πάντα σημαντική και η συνδρομή της χορωδίας της ΕΛΣ υπό την καθοδήγηση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου που με τη «σκοτεινή» της παρουσία, χρωμάτισε μερικές από τις εμβληματικότερες σκηνές της όπερας. Από το πόντιουμ της ορχήστρας της ΕΛΣ ο νεότατος αλλά υπερταλαντούχος Στάθης Σούλης, έχοντας εξερευνήσει σε βάθος κάθε μέτρο της παρτιτούρας του «Οθέλλου», ανέδειξε τις ακραίες αντιθέσεις της, πότε με τις πομπώδεις εξάρσεις των χάλκινων πνευστών στις σκηνές δράσης και πότε με τη χαμηλόφωνη ένταση των εγχόρδων στις πιο λυρικές, εσωτερικές στιγμές. Του αξίζουν συγχαρητήρια…

Olvass tovább
28 február 2022www.athensvoice.grLena Ioannidou
Bérénice, Jarrell
D: Claus Guth
C: Philippe Jordan
Világ premier
Bérénice

Jarrell, who created his own libretto, gave much thought to the setting of the French language and Racine’s alexandrines; he created a text that was free of the strict classical form of the language while retaining the sense of the original. The libretto for the ninety-minute work, presented in four sequences, was generally clear and apt, combining natural speech rhythms with more elaborate vocal flourishes for musical emphasis and some electronic murmurings from a pre-recorded chorus. There was warmth and a sustained atmosphere of reflective grief in the strings at the opening of the orchestral score, powerfully conducted by Jordan. Guth created athletic and stylized movement for the singers against Christian Schmidt’s classical-style three-room set. As the opera ended, there was a palpable sense of emptiness and despair as the three central characters each ended up in a state of glacial solitude. Racine’s final “hélas” produced a tragic orchestral sigh before a warm reception from the capacity audience

Olvass tovább
29 szeptember 2018www.operanews.comStephen J. Mudge
The sacrifice of Bérénice: a long break-up at the Opéra Garnier in Paris

In the title role, the splendid Barbara Hannigan embodies the voice of passion and gives free rein to her emotions with agile and voluble phrasing. The final scene enlightens her personality in a new way, her singing seeming constrained as soon as she submits to the demands of duty. Conversely, Bo Skovhus's majestic Titus expresses himself in long and monotone phrases, his resignation expressed by rigidity of voice. But at times, the emperor allows emotion to swamp him: at this point, the singer shows his most wonderful effects: cries of distress and heavy-breathed sighs. In the pit orchestral profusion heightens the monotony of the voices, its timbre carefully balanced under the baton of Philippe Jordan. Contrasting atmostpheres flow from moving harmonic fields, the breaking of waves or nervous silences that match the dramatic meanderings. None the less, this carefully crafted texture is made from well-proven effects: don't expect the unexpected in this opera. If one's interest is in novel sonic experiences, what's lacking here is the prophetic exaltation which made Jarrell's Cassandre such a success. None the less, the conventionality of the music and the breathlessness of the libretto do not eclipse the merits of a high quality production, served by an unimpeachable cast.

Olvass tovább
01 október 2018bachtrack.comLouise Boisselier